- άπτερος
- κ. άφτερος, -η, -ο (AM ἄπτερος, -ον)αυτός που δεν έχει ή δεν έβγαλε ακόμη φτερά, ο απτέρωτοςαρχ.(για λόγο)1. αυτός που δεν έχει λεχθεί, ανείπωτος2. αυτός που δεν έχει επιβεβαιωθεί, αβέβαιος, αβάσιμος3. επίθ. της Αθηνάς Νίκης, που εικονιζόταν στην Αθήνα χωρίς φτερά, πράγμα που συμβόλιζε την παραμονή της στην πόλη για πάντα.
Dictionary of Greek. 2013.